Γιατί φοβόμαστε να γράψουμε στα καλά τετράδια;
Υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι τελικά που όλοι μας πάσχουμε από scarcity mindset;
Μικρό intro: Γειά σας φίλοι. 🙂 Όπως ίσως παρατηρήσετε, έχω αλλάξει το όνομα του newsletter από “The Checklist” σε “Σε Κουτάκια”. Ο λόγος ήταν πως προτιμώ να έχω ένα Ελληνικό όνομα και επίσης είχα ήδη δώσει το ίδιο όνομα στο podcast - οπότε τώρα θα έχουμε καλύτερη ομοιομορφία (και καλύτερο Googleability 😎)
Ακόμη, το newsletter “τρέχει” πια στο Substack. Για όσους από εσάς ενδιαφέρεστε, αποτελεί ίσως την καλύτερη πλατφόρμα για ποιοτικό, γραπτό περιεχόμενο - και δίνει και μερικές έξτρα δυνατότητες για communities κλπ.
Για όλους, όμως, τα “Κουτάκια” παραμένουν ένα κανονικό newsletter που θα έρχεται απευθείας στο email τους. Εάν φυσικά δείτε το οποιοδήποτε θέμα ή πρόβλημα, στείλτε μου ένα μήνυμα για να το διορθώσω.
Ας συνεχίσουμε τώρα στο θέμα του newsletter…
Μέσα στην περίεργη λίστα από ασήμαντες στιγμές που έχουν μείνει χαραγμένες στο μυαλό μου, υπάρχει και μια που συνέβη πριν από πολλά χρόνια...
Σπούδαζα ακόμη στα Γιάννενα και είχα μόλις μπει στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ για να γυρίσω στο πατρικό μου. Αφού είχα τακτοποιηθεί στη θέση μου, θυμάμαι να παρατηρώ μια κοπέλα που καθόταν στα αριστερά μου, στην απέναντι μεριά του διαδρόμου.
Η κοπέλα κρατούσε ένα κινητό με μεγάλη οθόνη αφής. Φυσικά, σήμερα αυτό ακούγεται σαν κάτι απόλυτα προφανές, σαν να σας λέω πως η κοπέλα ανέπνεε αέρα, αλλά τότε ήταν ακόμη κάτι σχετικά καινούργιο. Βλέπετε, βρισκόμασταν στη μεταβατική περίοδο όπου πηγαίναμε από τα Sony-Ericsson με κουμπάκια, στα smartphones με τις resistive οθόνες αφής, εκείνες που έπρεπε να πατήσεις με το νύχι σου για να λειτουργήσουν. Έτσι και εκείνη, άγγιζε την οθόνη με το δάχτυλό της, σκρολάροντας σε κάτι αδιάφορο (τι να έβλεπε, άραγε, εκείνον τον παλιό καιρό; Sms; Τα αποθηκευμένα mp3 της;)
Αυτό που με είχε σκαλώσει, όμως, και ο λόγος που το θυμάμαι ακόμη, είναι πως ολόκληρο το κινητό της ήταν καλυμμένο από ένα πλαστικό σακουλάκι. Ένα από εκείνα αυτά που χρησιμοποιούμε για να βάλουμε μπιφτέκια στην κατάψυξη. Η τύπισσα είχε βάλει το κινητό της μέσα σε σελοφάν τροφίμων, δηλαδή, και το χρησιμοποιούσε βλέποντας την οθόνη του μέσα από την όση διαφάνεια είχε το σακουλένιο υλικό.
Θυμάμαι ακόμη να την παρατηρώ με απορία, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω εκείνο το περίεργο φαινόμενο. Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, κάποια λογική εξήγηση θα υπήρχε. Ίσως να μην ήταν δικό της το τηλέφωνο, και το είχε βάλει σε αυτή τη σακούλα για να μην το χαράξει. Ίσως να το είχε μόλις αγοράσει και να είχε αποφασίσει να το προστατεύσει με αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο, μέχρι να αγόραζε θήκη. Ή ίσως απλά, να φοβόταν μην το φθείρει.
Αλλά, όπως και να προσπαθούσα να το εξηγήσω, στην πραγματικότητα ήταν ακατανόητο. Για ποιον λόγο να βάλεις το κινητό σου μέσα σε σακουλάκι και να κάνει κρούτσου-κρούτσου καθώς το χρησιμοποιείς; Δηλαδή, κι αν γρατσουνιστεί και λίγο, ε και τι έγινε;
Μέχρι και σήμερα, η εικόνα αυτή ακόμη με στοιχειώνει και απορώ με τον εαυτό μου γιατί δεν της μίλησα για να της ζητήσω μια απλή εξήγηση.
Ας κρατήσουμε αυτή τη μικρή ιστοριούλα στην άκρη του μυαλού μας.
Τα καλά τετράδια
Όλοι μας κατανοούμε την έννοια του “καλού τετραδίου”, σωστά;
Αν όχι, ας το εξηγήσω: Σύμφωνα με την κοινή άποψη, υπάρχουν δύο ειδών τετράδια: τα “πρόχειρα”, εκείνα τα φθηνά, με το μπλε, πλαστικό εξώφυλλο ή τυχαία διαφημιστικά τετράδια, που χρησιμοποιεί κανείς για να κάνει μαθηματικές πράξεις ή για να σημειώσει κάνα τηλέφωνο.
Και από την άλλη, υπάρχουν τα καλά τετράδια: Με όμορφο εξώφυλλο από σαγρέ χαρτί, ή ακόμη καλύτερα σκληρόδετα, με υλικά που μοιάζουν με δέρμα. Και με το εσωτερικό χαρτί τους να είναι ανώτερης ποιότητας, με λεπτές γκρι γραμμές που θυμίζουν ακατέργαστο πεντάγραμμο.
Εντάξει, δεν θα πω ψέμματα: Μου αρέσουν πολύ αυτά τα καλά τετράδια. Από την πρώτη στιγμή που είχα πρόσβαση σε αυτά, όπως και χρήματα, με θυμάμαι να τα αγοράζω. Στην Ελλάδα, συνήθως τα έβρισκα στο Public. Είχε διάφορες μάρκες που δεν ήξερα, αλλά τις αγόραζα. Ήταν όλα “καλά τετράδια” και τα μάζευα σε μια ξεχωριστή στοίβα της βιβλιοθήκης μου.
Μόνο τα Moleskine δεν τολμούσα να αγοράσω. Δεν ξέρω, μου φαίνονταν κάπως πολύ ακριβά εκείνον τον καιρό. Ίσως λίγο περισσότερο “καλά” από ότι μπορούσα να αντέξω για ένα τετράδιο. Τα έπιανα, όμως, και τα κοιτούσα - και σχεδόν φαντασιωνόμουν πως θα ήταν εάν δεν τα τσιγγουνευόμουν. (Αγόραζα, όμως, κάτι “σαν Moleskine” alternatives που γέμιζαν το κενό μέσα μου. Moleskine από τα LIDL, δηλαδή.)
Κι όταν τελικά αποφάσιζα να γράψω σε ένα από εκείνα τα καλά τετράδια, διάλεγα και ένα συγκεκριμένο θέμα για το καθένα: Ένα τετράδιο πχ. θα ήταν αφιερωμένο στις φιλοσοφικές μου σκέψεις. Σε άλλο θα ανέλυα αποκλειστικά τις γκομενικές μου ιστορίες (εκείνον τον παλιό καιρό πλάκα-πλάκα είχα αρκετές για να σηκώσουν ανάλυση). Και σε άλλο, για παράδειγμα, θα έγραφα αποκλειστικά τεχνολογικές ιδέες και πλάνα για τις φανταστικές startup που ήθελα να ιδρύσω όταν θα μεγάλωνα (εδώ γελάμε).
Όταν, όμως, ήθελα απλώς να μουτζουρώσω κάτι ή να κάνω λίγο γρήγορο brainstorming, είτε άρπαζα ένα από τα φθηνά, “πρόχειρα” τετράδια μου, είτε έγραφα σε μια λευκή κόλλα Α4, από αυτές που είχα για τον εκτυπωτή μου.
Βλέπετε, το να γράψω στα καλά μου τετράδια, ήταν μια ειδική συνθήκη: Σε εκίνα έγραφα αργά, με προσοχή, προσπαθώντας να μην δημιουργήσω μουντζούρες. Τους φερόμουν σαν ένα σημαντικό βιβλίο υπό κατασκευή, ένα που έγραφα για να μείνει στους αιώνες, λες και χάραζα πάνω σε γρανίτη. Γι’ αυτό και δεν τα χρησιμοποιούσα απλώς για “ότι μου κατέβαινε”. Έπρεπε σχεδόν να κλείσω ραντεβού για να γράψω σε αυτά. Ήταν τα “καλά” μου τετράδια και άξιζαν τον απόλυτό μου σεβασμό.
Και έτσι, με τον καιρό να περνάει, και με την καθημερινότητά μου συνεχώς να αλλάζει, τα καλά τετράδια κατέληγαν να έχουν μονάχα καμιά δεκαριά καθαρογραμμένες σελίδες και από εκεί και πέρα ήταν άδεια, αφού η “θεματολογία” τους ήταν αρκετά περιοριστική για να καταφέρω να γεμίσω τις 100+ σελίδες τους.
Και έτσι, έμεναν ουσιαστικά να παλιώνουν, αχρησιμοποίητα, μέσα σε κλειστά ντουλάπια.
Το καινούργιο-παλιό BMW
Σε μια ακόμη σχετική ιστορία που μου έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό:
Όταν πατέρας μου ήταν νέος, πριν ακόμη γεννηθώ, είχε αγοράσει ένα καλό, ολοκαίνουγιο BMW, που για την εποχή του, από όσο μου λένε, ήταν ένα εντυπωσιακό αμάξι.
Κι εκείνος το πρόσεχε αρκετά, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Το έπλενε, το φρόντιζε, το συντηρούσε για να λειτουργεί καλά.
Εγώ, σαν παιδάκι, μεγάλωσα σε εκείνο το αμάξι. Θυμάμαι τα καθίσματα του να είναι κάπως περίεργα, λίγο διαφορετικά σε design από το υπόλοιπο αμάξι - αλλά, οκ, το έπαιρνα απλώς σαν κάτι δεδομένο και δεν το σκεφτόμουν περισσότερο.
Πολλά χρόνια μετά, όταν ήμουν λύκειο, ο πατέρας μου πούλησε το παλιό BMW σε έναν Αλβανό εργάτη της περιοχής. Προτού το πουλήσει, όμως, έβγαλε από τα καθίσματα τα προστατευτικά καλύμματα που είχε για τόσα χρόνια πάνω τους. Για πρώτη φορά έβλεπα τα υφασμάτινα καθίσματα γυμνά, έτσι ακριβώς όπως τα είχε φτιάξει η εταιρεία.
Μέχρι τότε δεν το είχα καν συνειδητοποιήσει πως είχαμε καλύμματα από πάνω. Νόμιζα πως έτσι ήταν από μόνα τους.
Αυτά, λοιπόν, τα παρθένα, πεντακάθαρα, ανέγγιχτα από το φως του ήλιου, καθίσματα, τα χάρηκε ο νέος, κάγκουρας ιδιοκτήτης τους για 3 ολόκληρες μέρες, αφού την 4η μέρα στούκαρε το αμάξι σε ένα αγροτικό κανάλι και μετέτρεψε το περιποιημένο (αν και παλιό) BMW σε παλιοσίδερα.
Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και νομίζω πως έχει πολύ ωραίο, ειρωνικό δίδαγμα: Πως ένας άνθρωπος είχε τα καθίσματα του αυτοκινήτου του καλυμμένα με προστατευτικά για 15 χρόνια, και τελικά πούλησε το αμάξι (για ένα γελοία χαμηλό ποσό) χωρίς να τα έχει χαρεί ποτέ ο ίδιος, απλώς για να του τα διαλύσει ο επόμενος.
Αυτές οι ιστοριούλες, είτε μιλάμε για ένα κινητό, είτε για αυτοκίνητο, είτε για ένα ταπεινό τετράδιο, περιγράφουν ένα μοτίβο συμπεριφοράς που ο καθένας μας μπορεί να αναγνωρίσει. Όλοι μας έχουμε κάτι, είτε χειροπιαστό, είτε κάτι σαν “ιδέα”, το οποίο λυπόμαστε τόσο, που καταλήγουμε είτε να μην το χαιρόμαστε όσο θα έπρεπε, είτε καθόλου.
Παρεμπιπτόντως, για ποιον γαμημένο λόγο μας έβαζαν να ντύνουμε τα βιβλία στο σχολείο; Κι εμένα μου το έκαναν όταν ήμουν στις πρώτες τάξεις το δημοτικού, αλλά με το που μπορούσα να αποφασίσω ο ίδιος, όχι απλώς δεν τα έντυνα, αλλά φρόντιζα να τα γεμίσω με δεκάδες ζωγραφιές και σημειώσεις.
Είμαι σίγουρος πως κάτι τέτοια παιδικά ερεθίσματα καταλήγουν να μας κάνουν υπερπροστατευτικούς τόσο με τα ασήμαντα υλικά, όσο και με τη ζωή μας την ίδια.
Το ότι νοιαζόμαστε τόσο για κάτι όπως ένα αμάξι, είναι σίγουρα επηρεασμένο και από την οικονομική κατάσταση της Ελληνικής κοινωνίας. Ένα αμάξι, για παράδειγμα, είναι τόσο ακριβό για τον μέσο Έλληνα, που ασυνείδητα αποκτάει αυτό το κόμπλεξ υπερπροστατευτισμού μαζί του.
Δεν λειτουργούμε όπως πχ. ο μέσος Γερμανός, που θα κρατήσει ένα αυτοκίνητο μαξιμουμ 7 χρόνια, προτού το πουλήσει σε εμάς, τις Βαλκανικές φτωχάντζες, που θα το νταντεύουμε για άλλη μια 15-ετία (minimum).
Από την άλλη, δεν λέω πως πρέπει ντε και καλά να διαλύουμε τα αυτοκινητά μας ή να τα αλλάζουμε ανά δύο χρόνια και να φτάσουμε στο άλλο άκρο.
Εγώ απλώς ρωτάω: Γιατί να μη μπορούμε να χαιρόμαστε τα υλικά αγαθά μας στο 100% και τους φερόμαστε λες και παίζουμε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του “ποιός έχει τις λιγότερες γρατζουνιές”.
Το ίδιο pattern στα πάντα
Μερικά ακόμη παραδείγματα στα οποία βλέπω την ίδια συμπεριφορά:
Ο κόσμος που αγοράζει Airpods και αγοράζει θήκη για τη θήκη (!!) των Airpods. Σκέφτηκε ποτέ κανείς πως σε δύο-τρία χρόνια, ούτως ή άλλως, οι μπαταρίες των Airpods θα έχουν ξελιγωθεί, και θα είναι ολόκληρα για πέταμα; Τι κι αν έχει δηλαδή μια γρατσουνιά πάνω του;
Ο κόσμος που παίρνει Apple Watch και το βάζει μέσα σε θήκη. Ρε παιδιά, είδατε ποτέ άνθρωπο πχ. με Rolex, που κάνει χιλιάδες ευρώ, να το βάζει μέσα σε θήκη; Ρολόι είναι, για να το φοράμε.
Τα καλά σερβίτσια που έχει κάθε μάνα και γιαγιά κρυμμένα σε κάποιο ντουλάπι και ΠΟΤΕ δεν τα χρησιμοποιούν, λες και περιμένουν τον πρωθυπουργό να μας επισκεφτεί για δείπνο για να τα χαρούνε.
Που και ο πρωθυπουργός να ερχόταν, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν πρέπει να φερόμαστε στον ίδιο μας τον εαυτό πρωτίστως σαν να αξίζουμε τα καλά σερβίτσια. Θα τα έβγαζα δηλαδή για τον κάθε επαγγελματία κομματόσκυλο που είναι μπλεγμένος σε κάθε απατεωνιά, και όχι για την οικογένειά μου;
Τα καλά σαλόνια που έχουν κάτι γιαγιάδες σε σπίτια, που δεν αφήνουν κανέναν να κάτσει σε αυτά, λες και είναι φτιαγμένα από τρίχες αγγέλων. Και τελικά, οι γιαγιάδες καταλήγουν να πεθάνουν και τα ανέγγιχτα έπιπλα των “καλών σαλονιών” πετάγονται στα σκουπίδια χωρίς κανένας ποτέ να έχει καθίσει πάνω τους.
Τα “καλά” μας ρούχα, όπως κοστούμια ή φορέματα, ή καλά πουκάμισα, ή ακόμη και ακριβούτσικα t-shirt, που κρύβονται στις ντουλάπες μας και αποφεύγουμε να τα φορέσουμε γιατί τα θεωρούμε “αρκετά καλά” ή “πολύ ακριβά” και όλο περιμένουμε την κατάλληλη στιγμή. Αλλά εκείνη η στιγμή δεν έρχεται ποτέ και τελικά περνάει η μόδα τους και κάποιος τα πετάει αφόρετα, αντί να τα έχουμε χαρεί και να τα έχουμε λιώσει.
Ένα μπουκάλι “καλό κρασί”, που το κρατάμε για την κατάλληλη στιγμή που δεν έρχεται ποτέ. Και τελικά το κρασί ξινίζει μέσα στο μπουκάλι...
Το pattern που βγαίνει μέσα από όλα αυτά, είναι το ίδιο: Μια εμμονή με το μακρινό μέλλον, που δεν φτάνει ποτέ, και την αναμονή της ιδανικής στιγμής για να χαρούμε κάτι. Και μια συνεχής άρνηση του παρώντος, και της απόλαυσης των πραγμάτων που έχουμε σήμερα.
Είναι ακριβώς το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς που δημιουργεί τους κομπλεξικούς και θυμωμένους ανθρώπους που βλέπουμε καθημερινά στους δρόμους γύρω μας. Ένας βαθύς, ριζωμένος κομπλεξισμός, το απόλυτο αποκορύφωμα του scarcity mindset. Αυτό που λέμε μιζέρια.
Όταν άρχισα να γράφω στα καλά τετράδια
Φυσικά, δεν σας το παίζω υπεράνω. Εγώ είμαι αυτός που μάζευα τα άγραφα τετράδια στα συρτάρια μου. Εγώ είμαι που αυτός είχα πάρει στο λύκειο ένα πλαστικό iPod Shuffle (που ήταν φτιαγμένα από το ίδιο υλικό με τα Lego και δεν χαλάει ακόμη και να το πατήσεις με αμάξι) και το έβαζα στην τσέπη μου με προσοχή για να μην το γρατσουνίσω (το πλαστικό iPod!).
Κι εγώ έτσι λειτουργούσα, αυτό λέω. Όμως το ένιωθα ότι δεν ήταν καλό και είχα την πραγματική ανάγκη να το ξεπεράσω.
Τελευταίο story time;
Πριν από καμία εφταετία όταν ζούσα στη Γερμανία, βρισκόμουν στο Μόναχο, στο γραφείο ενός πελάτη για τον οποίο έφτιαχνα ένα project. Για να μας καλωσορίσουν, οι άνθρωποι της εκεί εταιρείας μας χάρισαν μια σακούλα με branded δωράκια, ένα εκ των οποίων ήταν ένα μεγάλο τετράδιο Moleskine, με το logo τους σε ανάγλυφη μορφή.
Αυτό κι αν ήταν ένα δώρο του γούστου μου! Τελικά, ένα original Moleskine είχε έρθει στα χέρια μου. Αυτό ήταν ένα “πολύ καλό τετράδιο“ για το οποίο θα έπρεπε να βρω κάτι πολύ έξυπνο για να γράψω μέσα του, κάποιο πολύ ενδιαφέρον θέμα, έτσι για να πιάσει τόπο.
Εκείνη την περίοδο, όμως, και ενώ δούλευα σε εκείνο το project, συμβαίνει το εξής: Ο καθηγητής της σχολής του πανεπιστημίου, που αποτελούσε τον λόγο που δεν είχα τελειώσει με το πτυχίο πριν φύγω για Γερμανία, είχε μόλις βγει στην σύνταξη. Οπότε, παράλληλα με τη δουλειά, αποφασίζω να ασχοληθώ με τα 2-3 μαθήματα που είχαν μείνει, για να τελείωσω και με αυτό.
Έτσι, τα απογεύματα και μερικά Σ/Κ, πήγαινα σε ένα κοντινό καφέ στο Μόναχο και έλυνα ασκήσεις μαθηματικών.
Μια από εκείνες τις μέρες, οι σελίδες Α4 που είχα καπαρώσει από την εταιρεία για να μουτζουρώνω τις ασκήσεις μου, τελείωσαν. Ήμουν, όμως, στο flow, και έπρεπε να συνεχίσω να γράφω. Το μόνο άλλο χαρτί για γράψιμο που είχα στην τσάντα μου, ήταν αυτό του αγνού, πεντακάθαρου Moleskine που μου είχανε δωρίσει.
Έτσι, λόγω ανάγκης, και με μισή καρδιά, άρχισα να γράφω σε αυτό, προσπαθώντας τουλάχιστον να γράφω προσεκτικά, χωρίς να μουτζουρώνω. Πως γίνεται όμως να λύνεις συναρτήσεις αμουντζούρωτα;
Όσο περνούσε η ώρα, όμως, συνήθιζα όλο και περισσότερο την εξαιρετική υφή του Moleskine χαρτιού και άρχισα να γράφω κανονικά, κάνοντας λάθη, σβήνοντας, γεμίζοντας περίεργα σημεία της σελίδας με κομμάτια των ασκήσεων εκτός σειράς.
Και για τις επόμενες δύο εβδομάδες, σε εκείνο το τετράδιο έλυσα τις περισσότερες από τις ασκήσεις της Αριθμητικής Ανάλυσης.
Ακόμη και μετά το τέλος εκείνης της εξεταστικής (για την οποία έπρεπε να κάνω ένα σύντομο ταξίδι στην Ελλάδα) συνέχισα να χρησιμοποιώ το “καλό” Moleskine για να σημειώνω και να καταγράφω οτιδήποτε μου ερχόταν στο μυαλό, χωρίς συγκεκριμένη δομή, χωρίς να είναι τα πάντα καθαρογραμμένα, γεμίζοντας απλώς την κάθε του σελίδα με ότι ζητούσε η ανάγκη της στιγμής.
Αυτό που μου έκανε τελικά εντύπωση ήταν πως αυτό το καλό Moleskine, για να το γεμίσω ολόκληρο, μου πήρε χρόνια. Και όταν τελικά γέμισε, ήταν η πρώτη μου φορά που γέμιζα ένα “καλό τετράδια” και ένιωσα μια βαθιά ικανοποίηση.
Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο, με το να το ξεσκίσω και να το γεμίσω από την αρχή μέχρι το τέλος του με κάθε λογής ιδέα, σημείωση και μπούρδα, ήταν που είχα καταφέρει να σεβαστώ πραγματικά αυτό το ωραίο αντικείμενο και να το χαρώ.
Το είχα αξιοποιήσει ακριβώς για τον σκοπό που είχε φτιαχτεί, για να γράφεται, χωρίς να το λυπάμαι περισσότερο από ότι έπρεπε, χωρίς να το αφήνω να παλιώνει μέσα στην αχρηστία. Το είχα κάνει κομμάτι της ζωής μου πραγματικά, μέχρι το τέλος του.
Άρα...
Ας γράψουμε, λοιπόν, στα καλά μας τετράδια. Ας σπάσουμε τη ράχη των καλών βιβλίων που ποτέ δεν διαβάσαμε. Ας φορέσουμε σήμερα τα ακριβά μας ρούχα, που φοβόμαστε να μη λερώσουμε με κρασί. Ας βγάλουμε τα καλύμματα από τα καθίσματα των αυτοκινήτων, κι ας μη φοβηθούμε να κάνουμε και καμία γρατζουνιά στην πίσω όψη του κινητού μας (εξάλλου, σε λίγα χρόνια θα το πετάξουμε για να πάρουμε κάποιο καλύτερο).
Και ας κάνουμε ακριβώς το ίδιο και για όλες τις μη-υλικές, κρυσταλλοποιημένες ιδέες της ζωής μας στις οποίες φερόμαστε σαν ιερά τοτέμ.
Ας δοκιμάσουμε να αλλάξουμε σήμερα την αηδιαστική, βαρετή και κακοπληρωμένη δουλειά μας και να διεκδικήσουμε κάτι καλύτερο - χωρίς να περιμένουμε να “χτίσουμε” το βιογραφικό μας καθαρογραμμένα και προσεκτικά, όπως θα κάναμε με ένα ψευτο-καλό τετράδιο.
Ας τολμήσουμε να μιλήσουμε στον άνθρωπο που βρίσκεται δίπλα μας, χωρίς να φοβόμαστε να μη λερώσουμε τις καθαρές σελίδες του καθωσπρεπισμού, που ουσιαστικά αποτελεί απλώς τη λογικοποίηση του φόβου του να βγούμε από το comfort zone μας.
Ας κάνουμε το project που φανταζόμασταν τόσα χρόνια, είτε αυτό είναι να δημιουργήσουμε κάτι, είτε να οργανώσουμε ένα event, είτε να ανοίξουμε μια επιχείρηση, χωρίς να φοβόμαστε να μη μουτζουρώσουμε τις σελίδες της ιστορίας της ζωής μας με κάτι που ίσως να μην πετύχει απόλυτα.
Ας χαλαρώσουμε, δηλαδή, και να απολαύσουμε όσα υλικά έχουμε στο παρόν, ξέροντας πως όλα, αργά ή γρήγορα, θα φθαρούν και θα χαλάσουν. Και να απολαύσουμε και τον εαυτό μας και τις δυνάμεις μας, που ότι ηλικία και αν έχουμε, αυτή τη στιγμή, είναι το καλύτερο που θα μπορούσαμε να έχουμε από εδώ και πέρα.
Τα χρόνια περνάνε τόσο γρήγορα, που κανένα υλικό δεν αξίζει αυτόν τον φόβο που μας κάνει να μη χαιρόμαστε το κάθε τι στο 1000%.
Σε κάθε περίπτωση, όπως και με τα καλά τετράδια και κάθε είδους υλικό αντικείμενο, έτσι είναι και η ίδια μας η ζωή:
Είτε την αρπάζουμε και γράφουμε πάνω της από την αρχή ως το τέλος, σε κάποια σημεία οργανωμένα και όμορφα και σε άλλα σημεία με τυχαία σχεδιάκια και μουντζούρες, είτε καταλήγουμε στο τέλος να έχουμε μια ζωή που θα μοιάζει με ένα άλλοτε “καλό” τετράδια, χαλασμένο όμως πια από τον χρόνο και την υγρασία, να βρίσκεται ξεχασμένο μέσα σε ένα σκοτεινό ντουλάπι, με τις περισσότερες σελίδες του λευκές και άγραφες.
Με άλλα λόγια, σπαταλημένες.




